- προβατευτικός
- -ή, -όν, Α [προβατεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα2. φρ. α) «κύων προβατευτικός» — τσοπανόσκυλοβ) «προβατευτική τέχνη» — η τέχνη τής εκτροφής και τής συντήρησης προβάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβατευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατευτικῶν — προβατευτικός of fem gen pl προβατευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατευτική — προβατευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)